Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λεπτὴ ἴς

См. также в других словарях:

  • λέπτη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 793 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, Δ της Ορεστιάδας, 121 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορεστιάδος. * * * λέπτη και… …   Dictionary of Greek

  • λεπτῇ — λεπτός peeled fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτή — λεπτός peeled fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστίγιο — Λεπτή μάστιγα, καμουτσίκι, βούρδουλας. Στη βιολογία μ. ονομάζεται η κυτταρική προέκταση βακτηρίων, πρωτόζωων και σπερματοζωαρίων των περισσοτέρων ζωικών οργανισμών και ορισμένων κατώτερων φυτικών οργανισμών, η οποία εξυπηρετεί την κίνησή τους. Τα …   Dictionary of Greek

  • ακουστικό τύμπανο — Λεπτή μεμβράνη σχήματος οβάλ, που χωρίζει το μέσο αφτί από το έξω και η οποία μεταδίδει τα ηχητικά κύματα …   Dictionary of Greek

  • λεπτῆι — λεπτῇ , λεπτός peeled fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • λεπτός — ή, ό 1. ψιλός: Η ζακέτα σου είναι λεπτή και θα κρυώσεις. 2. αυτός που δεν είναι παχύς, ο αδύνατος: Είναι ψηλή και λεπτή. 3. εύθραυστος: Η ισορροπία ήταν λεπτή. 4. μτφ., ευγενικός, έξυπνος: Έχει λεπτή αίσθηση του χιούμορ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ροκοκό — Στο διάστημα μεταξύ του τέλους του μπαρόκ και της αρχής των νεοκλασικών ιδεών, αναπτύχθηκε στη Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μια μορφή τέχνης με διεθνή χαρακτήρα, που αν και συνδεμένη με το μπαρόκ, σήμανε κατά κάποιο τρόπο το τέλος του. Ο όρος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»